μαλάκυνση

μαλάκυνση
η (Α μαλάκυνσις) [μαλακύνω]
το να γίνεται κάτι μαλακό, το μαλάκωμα
νεοελλ.
1. εκθήλυνση
2. ιατρ. ελάττωση και, μερικές φορές, πλήρης σχεδόν κατάργηση τής συνοχής τών στοιχείων ενός ιστού ως συνέπεια νεκροβίωσης, η οποία ακολουθεί συχνά την απόφραξη ενός αιμοφόρου αγγείου από θρόμβωση ή από εμβολή («μαλάκυνση εγκεφάλου» — νέκρωση τού εγκεφαλικού ιστού, δευτεροπαθής στην απόφραξη τής αρτηρίας που αιματώνει την προσβληθείσα περιοχή).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαλάκυνση — η 1. το να γίνει κάτι μαλακό. 2. (ιατρ.), «μαλάκυνση του εγκεφάλου», όταν η εγκεφαλική ουσία χάνει τη φυσική συνοχή των ιστών της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… …   Dictionary of Greek

  • υστερομαλάκυνση — η, Ν ιατρ. μαλάκυνση τών τοιχωμάτων τής μήτρας, η οποία μπορεί να προκαλέσει την ρήξη της κατά τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υστέρα «μήτρα» + μαλάκυνση] …   Dictionary of Greek

  • αμαλάκιστος — η, ο (Α ἀμαλάκιστος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν μαλακίζεται, δεν αυνανίζεται 2. αυτός που δεν έπαθε μαλάκυνση, γεροντική άνοια αρχ. 1. αμαλάκωτος, που δεν μπορεί να μαλακώσει, σκληρός 2. ψυχρός, σκληρός, άτεγκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀμαλάκιστος… …   Dictionary of Greek

  • απραξία — Διαταραχή των σκόπιμων κινήσεων και πράξεων, ενώ παραμένουν ακέραιες οι κινητικές, οι αισθητικοαισθητηριακές λειτουργίες και η νόηση. Η α. εμφανίζεται σε περιπτώσεις που προσβάλλονται διάφορες περιοχές του φλοιού του εγκεφάλου. Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • εγκεφαλομαλακία — η μαλάκυνση τού εγκεφάλου …   Dictionary of Greek

  • κερατο(ειδο)μαλακία — η ιατρ. μαλάκυνση τού κερατοειδούς χιτώνα τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratomalacia < kerato (πρβλ. κέρας, τος) + malacia (πρβλ. μαλακία] …   Dictionary of Greek

  • κρανιόφθιση — η ιατρ. μαλάκυνση ορισμένων ζωνών τών οστών τού κρανίου λόγω καθυστερήσεως τής οστεοποιήσεώς τους, αλλ. κρανιομαλακία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό, πρβλ. αγγλ. craniotabes < crani(o) (< μσν.… …   Dictionary of Greek

  • μάλαξη — η (AM μάλαξις) [μαλάσσω] το να γίνεται κάτι μαλακό, μαλάκυνση, μαλάκωμα, απάλυνση νεοελλ. συν. στον πληθ. οι μαλάξεις σύνολο χειρισμών που εκτελούνται με το χέρι επάνω στο δέρμα και, διά μέσου αυτού, στους μυς, στους τένοντες, στους ορογόνους… …   Dictionary of Greek

  • μαλάκωμα — το [μαλακώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαλακώνω, μαλάκυνση, απάλυνση 2. καταπράυνση, κατευνασμός («το μαλάκωμα τού θυμού») 3. (για την καιρική κατάσταση) η μετατροπή προς το πιο ήπιο, η καλυτέρευση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”